προεκπίνω

Revision as of 21:30, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

[ῑ], A drink off before, Plu.2.768d, Ath.5.193a.

German (Pape)

[Seite 719] (s. πίνω), vorher austrinken; Ath. V, 193 a; Plut.

Greek (Liddell-Scott)

προεκπίνω: [ῑ], ἐκπίνω πρότερον, Πλούτ. 2. 768D, Ἀθήν. 193Α.

French (Bailly abrégé)

f. προεκπίομαι, ao.2 προεξέπιον, etc.
boire auparavant.
Étymologie: πρό, ἐκπίνω.

Greek Monolingual

Α
πίνω κάτι ολόκληρο, καταπίνω προηγουμένως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + ἐκπίνω «πίνω όλο το περιεχόμενο του ποτηριού»].

Russian (Dvoretsky)

προεκπίνω: (ῑ) раньше выпивать, отпивать (ἥμισυ μέρος Plut.).