προεκμανθάνω

Revision as of 21:30, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

A learn by heart before, Theon Prog.3, Sch.D.T.p.18H.

German (Pape)

[Seite 719] (s. μανθάνω), vorher auswendig lernen, Theo progymnasm. 3.

Greek (Liddell-Scott)

προεκμανθάνω: μανθάνω πρότερον ἀπὸ στήθους, Ρήτορες (Walz) 1. 175, A. B. 746.

Greek Monolingual

Α
αποστηθίζω κάτι εκ τών προτέρων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + ἐκμανθάνω «μαθαίνω καλά, αποστηθίζω»].