προκαταθήγω
English (LSJ)
A sharpen at the point before, Hsch. (Pass.).
German (Pape)
[Seite 728] vorn od. vorher schärfen, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
προκαταθήγω: προακονῶ, «προκαταθήγεσθαι· προακονᾶσθαι» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
Α
ακονίζω κάτι από μπροστά ή εκ τών προτέρων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + καταθήγω «τροχίζω, ακονίζω»].