προκαταθήγω

Revision as of 21:40, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

A sharpen at the point before, Hsch. (Pass.).

German (Pape)

[Seite 728] vorn od. vorher schärfen, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

προκαταθήγω: προακονῶ, «προκαταθήγεσθαι· προακονᾶσθαι» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

Α
ακονίζω κάτι από μπροστά ή εκ τών προτέρων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + καταθήγω «τροχίζω, ακονίζω»].