προκτήτωρ
English (LSJ)
ορος, ὁ, A previous owner, ib. 1636.24 (iii A.D.).
Greek Monolingual
-ήτορος, ὁ, θηλ. προκτήτρια, Α προκτῶμαι
ο προηγούμενος ιδιοκτήτης.
ορος, ὁ, A previous owner, ib. 1636.24 (iii A.D.).
-ήτορος, ὁ, θηλ. προκτήτρια, Α προκτῶμαι
ο προηγούμενος ιδιοκτήτης.