προκτήτωρ
From LSJ
English (LSJ)
-ορος, ὁ, previous owner, ib. 1636.24 (iii A.D.).
Greek Monolingual
-ήτορος, ὁ, θηλ. προκτήτρια, Α προκτῶμαι
ο προηγούμενος ιδιοκτήτης.
Full diacritics: προκτήτωρ | Medium diacritics: προκτήτωρ | Low diacritics: προκτήτωρ | Capitals: ΠΡΟΚΤΗΤΩΡ |
Transliteration A: proktḗtōr | Transliteration B: proktētōr | Transliteration C: proktitor | Beta Code: prokth/twr |
-ορος, ὁ, previous owner, ib. 1636.24 (iii A.D.).
-ήτορος, ὁ, θηλ. προκτήτρια, Α προκτῶμαι
ο προηγούμενος ιδιοκτήτης.