προικιμαῖος

Revision as of 21:55, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

α, ον, A gratuitous, κτῆσις D.C.47.17. 2 belonging to a dowry, πράγματα POxy.126.17 (vi A.D.).

German (Pape)

[Seite 725] was umsonst ist od. nicht bezahlt wird, Sp., wie D. Cass.

Greek (Liddell-Scott)

προικῐμαῖος: -α, -ον, (προὶξ) ὁ δωρεὰν διδόμενος, ὁ διδόμενος ὡς προίξ, κτῆσις Δίων Κ. 47. 17.

Greek Monolingual

-αία, -ον, Α
1. αυτός που προσφέρεται δωρεάν
2. ο σχετικός με την προίκα, προικώος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προίξ, -κός + κατάλ. -ιμαῖος (πρβλ. κλοπ-ιμαῖος)].