προσχίζω

Revision as of 22:25, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

A slit before or in front, Gloss.

German (Pape)

[Seite 789] vorher spalten, aufschneiden, Sp. vorher spalten, aufschneiden, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

προσχίζω: σχίζω πρότερον ἢ ἔμπροσθεν, Γλωσσ.

Greek Monolingual

Α
σχίζω κάτι εκ τών προτέρων ή μπροστά από κάτι άλλο.