οἱ, A f.l. for πρόκυνες, v. Προκύων.
[Seite 771] οἱ (s. κύων), hündische Schmeichler, Speichellecker, Ath. VI, 259 a, wo man auch πρόκυνες hat ändern wollen.
πρόσκῠνες: οἱ, ἡμαρτημ. γραφὴ ἀντὶ πρόκυνες, ἴδε ἐν λέξ. Προκύων.