σαγίς

Revision as of 08:55, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ίδος, ἡ, A wallet, Hsch. σαγλῶδες· πλαδαρὸν σῶμα, Id.

German (Pape)

[Seite 857] ἡ, Mantelsack, Hesych. πήρα.

Greek (Liddell-Scott)

σᾰγίς: -ίδος, ἡ, σάκκος μικρός, σακκίδιον, «δισάκκιον», «ταγάρι» διὰ ταξείδιον, Ἡσύχ.

Greek Monolingual

-ίδος, ἡ, Α
(κατά τον Ησύχ.) πήρα, δισάκι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σαγή + κατάλ. -ίς, -ίδος (πρβλ. πινακ-ίς)].