σαόμβροτος

Revision as of 09:00, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ον, A preserving mortals, Procl.H.7.40.

German (Pape)

[Seite 861] = σαοσίμβροτος, Procl. H. in Minerv. 40, richtigere Form als das Vorige.

Greek (Liddell-Scott)

σαόμβροτος: -ον, ὁ σῴζων τοὺς βροτούς, Πρόκλ. Ὕμν. εἰς Ἀθην. 40.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που φυλάγει τους ανθρώπους ώστε να είναι σώοι και υγιείς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σάος / σῶς «σώος» + -μβροτος (< βροτός «θνητός» < μρατός, βλ. λ. βροτός), πρβλ. θελξί-μβροτος, τερψί-μβροτος)].