σαρκοεπιπλοκήλη

Revision as of 09:00, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ἡ, prob. A omental hernia with tumour of the spermatic cord, Gal.14.788.

Greek Monolingual

η, ΝΑ, και σαρκεπιπλοκήλη Ν
σαρκοκήλη σε συνδυασμό με επιπλοκήλη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σάρξ, σαρκός + επιπλοκήλη «μορφή κήλης»].