σθενοβλαβής

Revision as of 09:05, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ές, A hurting the strength, weakening, Opp.C.2.82.

German (Pape)

[Seite 876] ές, der Kraft schadend, dah. entkräftend, Opp. Cyn. 2, 82.

Greek (Liddell-Scott)

σθενοβλᾰβής: -ές, ὁ τὴν ἰσχὺν βλάπτων, ἐξασθενίζων, ἐκνευρίζων, Ὀππ. Κυν. 2. 82.

Greek Monolingual

-ές, Α
αυτός που βλάπτει το σθένος, που προκαλεί εξασθένηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σθένος + -βλαβής, πιθ. κατά το φρενοβλαβής.