σιτόκουρος

Revision as of 09:15, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ον, (κείρω) A consuming bread and doing nothing else, wastrel. Alex.177, Men.244, 420.

German (Pape)

[Seite 885] Getreide fressend, bes. ein unnützer Mensch, ein Brotfresser, fruges consumere natus, Menand. bei Ath. VI, 247 e.

Greek (Liddell-Scott)

σῑτόκουρος: -ον, (κείρω) ὁ καταναλίσκων σῖτον καὶ μηδὲν ἕτερον ποιῶν, «ὁ μάτην τρεφόμενος» Ἡσύχ., fruges consumere natus, Ἄλεξις ἐν «Παννυχίδι» 6, Μένανδρος ἐν «Θρασυλέοντι» 4, «Πωλουμένοις» 1.

Greek Monolingual

ὁ, Α
αυτός που μόνο τρώει και δεν εργάζεται, χαραμοψώμης, χαραμοφάης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σῖτος + -κουρος (< κουρά «κόψιμο, αποκοπή, κούρεμα»), πρβλ. βιό-κουρος].

Russian (Dvoretsky)

σῑτόκουρος: ὁ истребитель хлеба, т. е. дармоед, тунеядец Men.