στίξις

Revision as of 09:33, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

εως, ἡ, (στίζω) A marking, e.g. of musical notes, Anon. Bellerm.p.79. 2 spot or mark, Sch.A.R.1.221 (pl.).

Greek (Liddell-Scott)

στίξις: ἡ, (στίζω) τὸ στίζειν, σημειοῦν δι’ ὀξέος ὀργάνου, κέντημα, σημείωσις, π.χ. ἡ σημείωσις μουσικῶν φθόγγων, Auctt. Mus. 2) ἡ θέσις στιγμῶν, Βυζ. 3) καθόλου, στιγμὴ ἢ σημεῖον, Σχόλ. εἰς Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 221.