στερεόπους

Revision as of 09:45, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ὁ, ἡ, gen. ποδος, A solid-footed, Hippiatr.95; gloss on χαλκόπους, Sch.D Il. 8.41.

German (Pape)

[Seite 937] ποδος, mit hartem Fuße, Schol. Il. 8, 41.

Greek (Liddell-Scott)

στερεόπους: ὁ, ἡ, ὁ ἔχων πόδας στερεούς, Σχόλ. εἰς Ὅμηρ., ὡσαύτως συνώνυμ. τῷ χαλκόπους.

Greek Monolingual

-ποδος, ὁ, ἡ, ΜΑ
αυτός που έχει σταθερά πόδια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στερεός + πούς, ποδός].