στρέψις
English (LSJ)
εως, ἡ, A a turning round, Arist.PA696b28. 2 metaph., deceit, Hsch.
German (Pape)
[Seite 954] εως, ἡ, das Drehen, Wenden, Arist. partt. an. 4, 13; = στροφή, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
στρέψις: -εως, ἡ, στροφή, περιστροφή, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 4. 13, 21· μεταβολή, μετατροπή, Βυζ. 2) μεταφορ., ἀπάτη, Ἡσύχ.
Russian (Dvoretsky)
στρέψις: εως ἡ στρέφω поворот или опрокидывание Arst.