μετατροπή

From LSJ

ὁμοῦ ἦν καὶ ἔχειν τὴν πόλιν καὶ τὸ γένος ὅλον μετὰ τῆς πόλεως → it was much the same thing to have the city and to have the whole race together with the city

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μετατροπή Medium diacritics: μετατροπή Low diacritics: μετατροπή Capitals: ΜΕΤΑΤΡΟΠΗ
Transliteration A: metatropḗ Transliteration B: metatropē Transliteration C: metatropi Beta Code: metatroph/

English (LSJ)

ἡ,
A (μετατρέπω 11.2) retribution, ἔτι σε μετατροπὰ τῶνδ' ἔπεισιν ἔργων E.Andr. 492 (lyr.).
II change, σώματος γένεσις καὶ μ. Plu.2.720b, cf. Vett. Val.81.3 (pl.), Nech. ap. eund. 125.21, Greg.Cor. Trop.Prooem.; ἐπὶ τὰ βελτίονα μ. λαμβάνειν Hippod. ap. Stob.4.34.71.
III overthrow, βασιλέων μετατροπαί Herm. ap. eund.1.21.9 (prob.).

German (Pape)

[Seite 155] ἡ, Wendung, Veränderung; ἔτι σοι μετατροπὰ τῶνδ' ἔπεισιν ἔργων, Eur. Andr. 494; Hippodam. bei Stob. fl. 98, 71; Plut.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
changement, échange.
Étymologie: μετατρέπω.

Russian (Dvoretsky)

μετατροπή: дор. μετατροπάизменение, перемена (τῶνδ᾽ ἔργων Eur.; τοῦ κόσμου Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

μετατροπή: ἡ, (μετατρέπω ΙΙ. 2) ἀνταπόδοσις, ἔτι σε μετατροπὰ τῶνδ’ ἔπεισιν ἔργων Εὐρ. Ἀνδρ. 492· μεταβολή, τὰ μὲν ἀπὸ τῶν χερῃόνων ἐπὶ τὰ βελτίονα μετατροπὰν λαμβάνοντα Ἱπποδάμ. Πυθ. παρὰ Στοβ. 534. 37.

Greek Monolingual

η (ΑΜ μετατροπή) μετατρέπω
μεταβολή, αλλαγή, τροποποίηση (α. «η μετατροπή τών όρων του συμβολαίου έγινε μετά από συμφωνία και τών δύο πλευρών» β. «σώματος γένεσις καὶ μετατροπή», Πλούτ.)
νεοελλ.
φρ. «μετατροπή ποινής»
(νομ.) μείωση της ποινής που είχε επιβληθεί πρωτοδίκως, μείωση που αποφασίζεται από δικαστήριο ή ως απονομή χάριτος («το ανώτατο δικαστήριο αποφάσισε τη μετατροπή της ποινής του από ισόβια δεσμά σε 15ετή κάθειρξη»
αρχ.
1. στροφή προς τα πίσω, επιστροφή
2. απόδοση, ανταπόδοση
3. ανατροπή.

Greek Monotonic

μετατροπή: ἡ (μετατρέπω), στροφή προς τα πίσω, επιστροφή, με γεν., σε Ευρ.

Middle Liddell

μετατροπή, ἡ, μετατρέπω
retribution, vengeance for a thing, c. gen., Eur.

Translations

retribution

Arabic: عِقَاب‎, اِنْتِقَام‎; Armenian: հատուցում, վրեժ; Belarusian: адплата, кара, помста, расплата; Bulgarian: отплата, възмездие, мъст; Chinese Mandarin: 報應/报应, 惡報/恶报; Czech: odplata, pomsta, trest, odveta; Danish: gengældelse, straf; Dutch: vergelding; Estonian: tasu, kättemaks; Finnish: rangaistus, kosto; French: vendetta, châtiment, punition; Galician: castigo; Georgian: სამაგიერო, სანაცვლო; German: Vergeltung; Gothic: 𐍆𐍂𐌰𐍅𐌴𐌹𐍄; Greek: ανταπόδοση; Ancient Greek: ἀμοιβή, ἀνταπόδοσις, ἀντέκτισις, ἀντίποινα, κόλασις, μετατροπή, νέμεσις, παλίμποινα, ποινή, τιμωρία, τιμωρίη, τίσις; Hungarian: megtorlás, büntetés; Irish: agairt, díoltas; Italian: retribuzione, vendetta; Japanese: 報復, 復讐; Korean: 보복(報復), 복수(復讐); Latvian: atmaksa; Lithuanian: atpildas; Macedonian: одмазда, возврат; Malay: balasan; Maori: ngakinga; Norwegian Bokmål: gjengjeldelse; Persian: پادافراه‎, انتقام‎; Polish: zemsta, odwet, kara, pomsta; Portuguese: retribuição; Romanian: răzbunare; Russian: возмездие, воздаяние, кара, месть, отплата, расплата; Serbo-Croatian Cyrillic: о̀дмазда; Roman: òdmazda; Slovak: odplata, pomsta, trest, odveta; Slovene: kazen; Spanish: castigo, retribución; Swedish: vedergällning; Tagalog: gantindusa; Tajik: интиқом; Turkish: intikam; Ukrainian: відплата, кара, покара, помста, розплата