στρατόπλωτος

Revision as of 09:52, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ον, (πλέω) A transporting an army, ῥῆτραι σ. orders for sailing, Lyc.1037.

German (Pape)

[Seite 952] das Heer überschiffend, ῥῆτραι, Lycophr. 1037.

Greek (Liddell-Scott)

στρᾰτόπλωτος: -ον, (πλέω) ὁ μεταφέρων διὰ θαλάσσης στρατόν, ῥῆτραι στρ., διαταγαὶ πρὸς ἔκπλουν, Λυκόφρ. 1037.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που μεταφέρει στρατό διά μέσου της θάλασσας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στρατός + πλωτός.