συγγογγύλλω
English (LSJ)
A twist round, Ar.Th.61 (anap., γογγυλίσας cod.), Lys.975 (anap., -υλίσας codd.).
Greek Monolingual
Α
(δ. γρφ.) συγγογγυλίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + γογγύλλω «στρογγυλεύω»].
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συγ-γογγύλλω Att. ook ξυγγογγύλλω, alleen ptc. aor. συγγογγύλας, afronden, rond maken.