συγκεράω

Revision as of 10:00, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

A v. συγκεράννυμι.

Greek (Liddell-Scott)

συγκεράω: ἴδε ἐν λ. συγκεράννυμι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συγκεράω zie συγκεράννυμι.