συμπατριώτης

Revision as of 10:15, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ου, ὁ, A fellow-countryman, Archipp.54.

German (Pape)

[Seite 985] ὁ, Mitlandsmann, nicht attisch nach Luc. Soloec. 5; Poll. 3, 54; Tzetz.

Greek (Liddell-Scott)

συμπατριώτης: -ου, ὁ, ὡς καὶ νῦν, ὁ ἐκ τῆς αὐτῆς πατρίδος, Λατ. concivis, Ἄρχιππος ἐν Ἀδήλ. 5.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
compatriote en parl. d’étrangers ou d’esclaves.
Étymologie: σύν, πατριώτης.

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ, θηλ. συμπατριώτισσα Ν
αυτός που είναι από την ίδια πατρίδα, ομοεθνής
νεοελλ.
συμπολίτης, συντοπίτης.

Russian (Dvoretsky)

συμπατριώτης: ου ὁ соотечественник, земляк Luc.