συνέζομαι

Revision as of 10:20, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

Med., A sit together, in fut. inf. συνεδεῖσθαι, Hsch., Phot. II to be assessor, βήματι Epigr.Gr.395.4 (Amasia).

Greek (Liddell-Scott)

συνέζομαι: μέσ., συγκάθημαι, Γραμμ.

Greek Monolingual

Α
1. είμαι σύνεδρος
2. (κατά τον Ησύχ.) «συγκαθῆσθαι».
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἕζομαι «κάθομαι»].

Greek Monolingual

Α
1. είμαι σύνεδρος
2. (κατά τον Ησύχ.) «συγκαθῆσθαι».
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἕζομαι «κάθομαι»].