σύνεδρος

From LSJ

οὐ παντὸς ἀνδρὸς ἐς Κόρινθον ἔσθ' ὁ πλοῦς → it's not for every man to make a journey to Corinth, not everyone can afford a trip to Corinth

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σύνεδρος Medium diacritics: σύνεδρος Low diacritics: σύνεδρος Capitals: ΣΥΝΕΔΡΟΣ
Transliteration A: sýnedros Transliteration B: synedros Transliteration C: synedros Beta Code: su/nedros

English (LSJ)

σύνεδρον, (ἕδρα)
A sitting with in council, of persons, Hdt.3.34, Ps.-E.IA192 (lyr.); ἐκ . . συνέδρου καὶ τυραννικοῦ κύκλου = ἐκ κύκλου τῶν συνεδρευόντων τυράννων, S.Aj.749.
2 of birds, sitting together, friendly, Arist.HA608b29.
II as substantive, σύνεδρος, ὁ, ἡ, one who sits with others, assessor, coadjutor, Δίκη ξ. Ζηνὸς . . νόμοις S.OC1382; ξύνεδροι = select commissioners, Th.4.22, cf. 5.86, SIG273.2 (Milet., iv B.C.), IG22.686.5 (iii B.C.); delegates to the assembly of the second Athenian league, ib.43.44 (iv B.C.), al., Isoc.8.29, Jusj. ap. D.24.150.
2 in plural, = βουλή, IG12(9).234.40 (Eretria, ii B.C.); γνώμη συνέδρων OGI213.1 (Didyma, iv/iii B.C.); οἱ σύνεδροι τῶν νησιωτῶν ib.40.1 (iii B.C.).

German (Pape)

[Seite 1010] zusammen sitzend, beisammen sitzend, versammelt, bes. zum Rate, rathschlagend; ἐκ γὰρ συνέδρου καὶ τυραννικοῦ κύκλου Κάλχας μεταστάς, Soph. Ai. 736; O. C. 1384 heißt die Δίκη eine ξύνεδρος Ζηνὸς ἀρχαίοις νόμοις, Beisitzerinn, Wächterinn; κατεῖδον δύ' Αἴαντε συνέδρω, Eur. I. A. 192; u. in Prosa, Beisitzer einer Ratsversammlung: Her. 3, 34; Thuc. 4, 23; Dem. 24, 127.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui siège avec ou auprès de ; abs. membre d'une assemblée délibérante, député dans une assemblée, député dans un congrès ; οἱ σύνεδροι = réunion des membres d'une assemblée ; assemblée, congrès, collège;
2 uni l'un à l'autre.
Étymologie: σύν, ἕδρα.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σύνεδρος -ον, Att. ook ξύνεδρος [σύν, ἕδρα] bij elkaar zittend, vergaderend; met dat. met iem. subst. raadgever. Soph. OC 1382. meestal plur. raadslid, commissielid.

Russian (Dvoretsky)

σύνεδρος:
1 сидящий вместе (δύ᾽ Αἴαντε συνέδρω Eur.; Δίκη ξ. Ζηνός Soph.): Περσέων οἱ συνέδρων ἐόντων Her. находясь в обществе нескольких персов;
2 вместе заседающий (τυραννικὸς κύκλος Soph.);
3 живущий вместе, сожительствующий (sc. ζῷα Arst.).
ὁ и ἡ
1 участник совещания, член совета Her., Thuc.;
2 делегат, депутат, посол, Isocr., Dem., Polyb.

Greek (Liddell-Scott)

σύνεδρος: -ον, (ἕδρα) ὁ συνεδρεύων, μέλος συνεδρίου, ἐπὶ ἀνθρώπων, Ἡρόδ. 3. 34, Ψευδο-Εὐρ. Ι. Α. 192· ἐκ... ξυνέδρου καὶ τυραννικοῦ κύκλου, = ἐκ κύκλου τῶν συνεδρευόντων τυράννων Σοφ. Αἴ. 749. 2) ἐπὶ πτηνῶν, σύνεδρα πτηνά, τὰ εἰρηνεύοντα πρὸς ἄλληλα, ἴδε ἐν λ. συνεδρία. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., σύνεδρος, ὁ, ἡ, ὁ ὁμοῦ μετ’ ἄλλων καθήμενος, ὁ μετά τινος συνεδρεύων, Δίκη ξ. Ζηνὸς ὁ αὐτ. ἐν Οἰδ. Τύρ. 1382 σύνεδροι, ἐκλεκτοὶ ἐπίτροποι ἢ ἀντιπρόσωποι, Θουκ. 4. 22, πρβλ. 5. 85· ἀπεσταλμένοι ὑπὸ τῶν συμμάχων ὅπως συνέρχωνται ἐν κοινῷ συμβουλίῳ καὶ συσκέπτωνται, Ἰσοκρ. 165Α, Ὅρκ. παρὰ Δημ. 747. 4.

Greek Monolingual

ο, η / σύνεδρος, -ον, ΝΑ
ως ουσ. μέλος συνεδρίου
νεοελλ.
1. τακτικός δικαστής
2. στον πληθ. οι σύνεδροι
ονομασία τών δικαστών του Συμβουλίου Επικρατείας
αρχ.
1. ως επίθ. α) (για πρόσ.) αυτός που μετέχει σε συμβούλιο («Περσέων oἱ συνέδρων ἐόντων καὶ Κροίσου εἴρετο», Ηρόδ.)
β) (για πτηνά) i) αυτός που κάθεται μαζί με άλλον
ii) (κατ' επέκτ.) φιλικός («[πτηνὰ] σύνεδρα δὲ τὰ εἰρηνεύοντα πρὸς ἄλληλα», Αριστοτ.)
2. εκλεκτός επίτροπος ή αντιπρόσωπος
3. στον πληθ. (κατὰ τη δεύτερη Αθηναϊκή Συμμαχία) οι αντιπρόσωποι σε συνέλευση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -εδρος (< ἕδρα), πρβλ. ἔφεδρος, πρόεδρος].

Greek Monotonic

σύνεδρος: -ον (ἕδρα),
I. αυτός που παρακάθηται σε συμβούλιο, μέλος συνεδρίου, λέγεται για πρόσωπα, σε Ηρόδ.· ἐκ ξυνέδρου καὶ τυραννικοῦ κύκλου = ἐκ κύκλου τῶν συνεδρευόντων τυράννων, σε Σοφ.
II. ως ουσ., αυτός που παρακάθεται με άλλους σε συνέδριο, αυτός που συνδιασκέπτεται, στον ίδ.· σύνεδροι, επίλεκτοι απεσταλμένοι σε συνέδριο, σε Θουκ. κ.λπ.

Middle Liddell

σύν-εδρος, ον, ἕδρα
I. sitting with in council, of persons, Hdt.; ἐκ ξυνέδρου καὶ τυραννικοῦ κύκλου, = ἐκ κύκλου τῶν συνεδρευόντων τυράννων, Soph.
II. as substantive one who sits with others, a councillor, Soph.; σύνεδροι select commissioners, Thuc., etc.

English (Woodhouse)

assembled in council, one who helps with advice

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Lexicon Thucydideum

consessor, fellow senator, 4.22.1, 4.22.2, 5.85.1.