συμφώνημα

Revision as of 10:30, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ατος, τό, A agreement, PFlor.379.7 (ii A.D.), Sch.Th.7.33; watchword, token, Sch.E.Or.1130.

Greek (Liddell-Scott)

συμφώνημα: τό, συμφωνία, τὸ συμφωνηθέν, Σχόλ. εἰς Θουκ. 7. 33, Εὐρ. Ὀρ. 1130.

Greek Monolingual

τὸ, Α συμφωνῶ
1. συμφωνία
2. σημείο αναγνώρισης, σημάδι.

Greek Monolingual

τὸ, Α συμφωνῶ
1. συμφωνία
2. σημείο αναγνώρισης, σημάδι.