ατος, τό, A agreement, PFlor.379.7 (ii A.D.), Sch.Th.7.33; watchword, token, Sch.E.Or.1130.
συμφώνημα: τό, συμφωνία, τὸ συμφωνηθέν, Σχόλ. εἰς Θουκ. 7. 33, Εὐρ. Ὀρ. 1130.
τὸ, Α συμφωνῶ1. συμφωνία2. σημείο αναγνώρισης, σημάδι.