συναρωγός
English (LSJ)
όν, A helper, h.Mart.4, AP6.259 (Phil.).
German (Pape)
[Seite 1004] mit helfend, Gehülfe; H. h. 7, 4; Philp. 21 (VI, 259).
Greek (Liddell-Scott)
συνᾰρωγός: -όν, συμβοηθός, συναρωγὲ Θέμιστος Ὕμν. Ὁμ. 7. 4· συναρωγὸς ἐν σταδίοις Ἀνθ. Π. 6. 259, 3.
Greek Monolingual
-όν, Α
συμβοηθός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἀρωγός «βοηθός» (< ἀρήγω)].
Russian (Dvoretsky)
συνᾰρωγός: ὁ помощник HH, Anth.