συμμιξία
English (LSJ)
ἡ,= sq., as A gloss on συνουσιασμός, Phot.
Greek Monolingual
ἡ, Α
(κατά τον Φώτ.) «σύμμιξις, συνουσιασμός».
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του σύμμιξις κατά τα θηλ. σε -ία].
Greek Monolingual
ἡ, Α
(κατά τον Φώτ.) «σύμμιξις, συνουσιασμός».
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του σύμμιξις κατά τα θηλ. σε -ία].