συμμιξία

Revision as of 10:35, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ἡ,= sq., as A gloss on συνουσιασμός, Phot.

Greek Monolingual

ἡ, Α
(κατά τον Φώτ.) «σύμμιξις, συνουσιασμός».
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του σύμμιξις κατά τα θηλ. σε -ία].

Greek Monolingual

ἡ, Α
(κατά τον Φώτ.) «σύμμιξις, συνουσιασμός».
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του σύμμιξις κατά τα θηλ. σε -ία].