συναορέω

Revision as of 10:45, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

A accompany, γλυκεῖά οἱ συναορεῖ ἐλπίς Pi.Fr.214.

Greek (Liddell-Scott)

συνᾱορέω: συνοδεύω, συνακολουθῶ, ἐλπὶς οἱ συναορεῖ Πινδ. Ἀποσπ. 233.

English (Slater)

συνᾱορέω
   1 accompany c. dat. γλυκεῖά οἱ καρδίαν ἀτάλλοισα γηροτρόφος συναορεῖ Ἐλπίς fr. 214. 3.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συναορέω [συνάορος] begeleiden, met dat. iem.

Russian (Dvoretsky)

συνᾱορέω: сопровождать, сопутствовать (τινι Pind. ap. Plat.).