συνεπιλάμπω

Revision as of 10:50, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

A illumine at the same time, Thphr. CP4.4.13, Plot.4.3.17.

Greek (Liddell-Scott)

συνεπιλάμπω: συγχρόνως ἐπιλάμπω, ἐὰν ἥλιοι συνεπιλάμψωσιν Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 4. 4, 13.

Greek Monolingual

Α ἐπιλάμπω
λάμπω επίσης από ψηλά.

Greek Monolingual

Α ἐπιλάμπω
λάμπω επίσης από ψηλά.