A v. συμφέρω, συνοίσειν.
συνοίσω: μέλλ. τοῦ συμφέρω.
fut. de συμφέρω.
συνοίσω: μέλ. του συμφέρω.
συνοίσω: fut. к συμφέρω.
συνοίσω fut. bij συμφέρω.