συνοικοδεσποτία

Revision as of 11:15, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ἡ, A joint predominance, Ptol.Tetr.39, Vett.Val.164.28.

Greek Monolingual

ἡ, Α συνοικοδεσπότης
(αοτρολ.) (για πλανήτη) η μαζί με άλλον πλανήτη κατοχή του ίδιου οίκου, της ίδιας θέσης του ζωδιακού κύκλου.