συνοικοδεσπότης
From LSJ
Μισῶ σοφιστήν, ὅστις οὐχ αὑτῷ σοφός → I hate the sage who is not wise for himself → Odi professum sapere, qui sibi non sapit → Den Weisen hass' ich, der in eigner Sache Tor
English (LSJ)
συνοικοδεσπότου, ὁ, joint lord of the house, of a planet, Ptol. Tetr.63, Vett.Val.77.20: hence συνοικοδεσποτέω, Ptol.Tetr.61.66, Vett.Val. 71.10: — συνοικοδεσποτία, ἡ, joint predominance, Ptol.Tetr.39, Vett.Val.164.28.
Greek (Liddell-Scott)
συνοικοδεσπότης: ὁ, ὁ καὶ αὐτὸς ὢν κύριος τοῦ οἴκου, ἐπὶ ἀστέρος, Πτολ. Τετράβ. σ. 63· οὕτω, -δεσποτέω, αὐτόθι 61. 66.
Greek Monolingual
ὁ, Α
αστρολ. (για πλανήτη) αυτός που είναι κάτοχος του οίκου, της ίδιας θέσης του ζωδιακού κύκλου μαζί με άλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + οἰκοδεσπότης «ο πλανήτης που επικρατεί κάθε φορά στον ζωδιακό κύκλο»].