συστομόομαι

Revision as of 12:01, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

Pass., A to be joined by a mouth, στόματι μεγάλῳ [τῇ Μαιώτιδι λίμνῃ] Str.7.4.1.

Greek (Liddell-Scott)

συστομόομαι: Παθ., ἑνοῦμαι διὰ στόματος, συνεστόμωται γὰρ αὐτῇ (δηλ. τῇ Μαιώτιδι λίμνῃ) στόματι μεγάλῳ Στράβ. 308, πρβλ. ἀναστομόω Ι. 3, συναναστομόομαι.