συστομόομαι
From LSJ
κρεῖττον εἶναι φιλοσόφως ἀποθανεῖν ἢ ἀφιλοσόφως ζῆν → that it is better to die in manner befitting a philosopher than to live unphilosophically
English (LSJ)
Pass., to be joined by a mouth, στόματι μεγάλῳ [τῇ Μαιώτιδι λίμνῃ] Str.7.4.1.
Greek (Liddell-Scott)
συστομόομαι: Παθ., ἑνοῦμαι διὰ στόματος, συνεστόμωται γὰρ αὐτῇ (δηλ. τῇ Μαιώτιδι λίμνῃ) στόματι μεγάλῳ Στράβ. 308, πρβλ. ἀναστομόω Ι. 3, συναναστομόομαι.