ὁ, A = τρόμος, Hp.Morb.1.24 (cod. θ), Erot.; cf. τέτρομος.
Greek Monolingual
ὁ, Α τρόμος. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανάγεται στη συνεσταλμένη βαθμίδατραμ- του θ. τρεμ- του ρ. τρέμω και εμφανίζει επιτατικό αναδιπλασιασμό τε- (πρβλ.τέ-τανος)].
Frisk Etymology German
τέτραμος: -μαίνω {tétramos} See also: s. τρέμω. Page 2,885