τέτραμος

Revision as of 12:20, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ὁ, A = τρόμος, Hp.Morb.1.24 (cod. θ), Erot.; cf. τέτρομος.

Greek Monolingual

ὁ, Α
τρόμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανάγεται στη συνεσταλμένη βαθμίδα τραμ- του θ. τρεμ- του ρ. τρέμω και εμφανίζει επιτατικό αναδιπλασιασμό τε- (πρβλ. τέ-τανος)].

Frisk Etymology German

τέτραμος: -μαίνω
{tétramos}
See also: s. τρέμω.
Page 2,885