σύνθωκος

Revision as of 12:20, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ον, A = σύνθακος, Jul. Or.5.166b. II Subst. σύνθωκος, ὁ, public seat, Sophr.153.

German (Pape)

[Seite 1025] = σύνθακος, Oenom. Euseb.

Greek (Liddell-Scott)

σύνθωκος: -ον, = σύνθακος, Οἰνόμαος ἐν Εὐσ. Εὐαγγ. Προπ. 223C. ΙΙ. κάθισμα, ἕδρα, «θῶκοι καὶ ὡς Σώφρων φησὶ σύνθωκοι» Πολυδ. Θ΄, 46.

Greek Monolingual

και σύνθακος, -ον, ΜΑ
1. παρακαθήμενος, συγκάθεδρος
2. το αρσ. ως ουσ.σύνθωκος
το κάθισμα, η έδρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + θῶκος / θᾶκος «έδρα, κάθισμα»].