σφηκωνεύς

Revision as of 12:25, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

έως, ὁ, A = σφηκίον 1, Arist. l.c. (s. v.l.).

Greek Monolingual

-έως, ὁ, Α
(πιθ. γρφ. στον Αριστοτ.) κυψελίδιο στη φωλιά τών σφηκών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σφηκών + επίθημα -εύς].