ταὐτολόγος

Revision as of 12:30, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

(parox.), ον, A repeating what has been said, tautologous, AP9.206 (Eupith.).

German (Pape)

[Seite 1074] dasselbe sagend, bereits Gesagtes wiederholend, Sp.; κανόνες, Eupith. (IX, 206).

Greek (Liddell-Scott)

ταὐτολόγος: -ον, ὁ ταὐτολογῶν, ὁ ἐπαναλαμβάνων ἢ λέγων τὰ αὐτά, Ἀνθ. Π. 9. 206.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui redit la même chose.
Étymologie: τὸ αὐτό, λέγω³.

Greek Monolingual

ο / ταὐτολόγος, -ον, ΝΜΑ
αυτός που ταυτολογεί, που επαναλαμβάνει τα ίδια πράγματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ταυτ(ο)- + -λόγος].

Greek Monotonic

ταὐτολόγος: -ον, αυτός που επαναλαμβάνει ή λέει τα ίδια, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ταὐτολόγος: повторяющий одно и то же (κανόνες Anth.).

Middle Liddell

ταὐτο-λόγος, ον,
tautologous, Anth.