εως, ἡ, A confusion, τῶν θείων εἰδῶν Procl.in Prm.p.598S.
σύμφυρσις: ἡ, σύμμιξις, ἀνάμιξις, καθαροὺς ποιεῖν τῆς αἱρετικῆς συμφύρσεως Θεόδ. Στουδ. 593D.