τετράμφορος
English (LSJ)
ον, A holding four amphorae, Sardis 7(1).17 (abbrev.).
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που χωρά τέσσερεις αμφορείς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + ἀμφορεύς.
ον, A holding four amphorae, Sardis 7(1).17 (abbrev.).
-ον, Α
αυτός που χωρά τέσσερεις αμφορείς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + ἀμφορεύς.