τερψίμβροτος

Revision as of 12:42, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ον, A gladdening the heart of man, Ἠέλιος Od.12.269, h.Ap.411; αὐλοί B.12.72; ἠώς Orph.A.1049.

German (Pape)

[Seite 1095] Menschen erfreuend, erheiternd; Helios, Od. 12, 269. 274 H. h. Ap. 411; Eos, Orph.

Greek (Liddell-Scott)

τερψίμβροτος: -ον, ὁ τέρπων τοὺς βροτούς, προξενῶν αὐτοῖς τέρψιν, Ἥλιος Ὀδ. Μ. 269, 274, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀπόλλ. 411, Ὀρφ. Ἀργ. 1052.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui charme ou réjouit les mortels.
Étymologie: τέρπω, βροτός.

English (Autenrieth)

(βροτός): delighting mortals, Od. 12.269 and 274.

Spanish

que alegra a los mortales

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ
(ποιητ. τ.) αυτός που τέρπει τους θνητούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τερψι- του τέρπω + -μβροτος (< βροτός «θνητός» < αμάρτυρο μροτός). Για τα σύνθ. του τύπου τερψίμβροτος βλ. λ. τέρπω.

Greek Monotonic

τερψίμβροτος: -ον, αυτός που χαροποιεί τις καρδιές των ανθρώπων, Ἥλιος, σε Ομήρ. Οδ.

Russian (Dvoretsky)

τερψίμβροτος: радующий смертных (Ἣλιος Hom., HH).

Middle Liddell

τερψί-μβροτος, ον,
gladdening the heart of man, Ἥλιος Od.