τερψίμβροτος
English (LSJ)
ον, A gladdening the heart of man, Ἠέλιος Od.12.269, h.Ap.411; αὐλοί B.12.72; ἠώς Orph.A.1049.
German (Pape)
[Seite 1095] Menschen erfreuend, erheiternd; Helios, Od. 12, 269. 274 H. h. Ap. 411; Eos, Orph.
Greek (Liddell-Scott)
τερψίμβροτος: -ον, ὁ τέρπων τοὺς βροτούς, προξενῶν αὐτοῖς τέρψιν, Ἥλιος Ὀδ. Μ. 269, 274, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀπόλλ. 411, Ὀρφ. Ἀργ. 1052.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui charme ou réjouit les mortels.
Étymologie: τέρπω, βροτός.
English (Autenrieth)
(βροτός): delighting mortals, Od. 12.269 and 274.
Spanish
Greek Monolingual
-ον, ΜΑ
(ποιητ. τ.) αυτός που τέρπει τους θνητούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τερψι- του τέρπω + -μβροτος (< βροτός «θνητός» < αμάρτυρο μροτός). Για τα σύνθ. του τύπου τερψίμβροτος βλ. λ. τέρπω.
Greek Monotonic
τερψίμβροτος: -ον, αυτός που χαροποιεί τις καρδιές των ανθρώπων, Ἥλιος, σε Ομήρ. Οδ.
Russian (Dvoretsky)
τερψίμβροτος: радующий смертных (Ἣλιος Hom., HH).