τετραχῇ

Revision as of 12:49, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

Adv. A = τέτραχα, X.HG5.2.7, Plu.Ant.29, Luc.Nav.16, etc.

Greek (Liddell-Scott)

τετρᾰχῇ: Ἐπίρρ. = τέτραχα, Ξενοφ. Ἑλλην. 5. 2, 7, Λουκ. Πλοῖον ἢ Εὐχ. 16, Πλούτ., κλπ.

French (Bailly abrégé)

adv.
de quatre façons.
Étymologie: τέτταρες, -χος.

Greek Monolingual

Α
επίρρ. σε τέσσερα μέρη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- (βλ. λ. τέσσερεις) + ουρανικό πρόσφυμα -αχ- + επιρρμ. κατάλ. - (πρβλ. πεντ-αχ-)].

Greek Monotonic

τετρᾰχῇ: επίρρ., = το προηγ., σε Ξεν., Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

τετρᾰχῇ: adv.
1) на четыре части Xen., Luc.;
2) четырьмя способами или в четырех значениях Arst., Plut.