τεττιγόνιον

Revision as of 12:50, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

τό, A a small and voiceless kind of τέττιξ, a leaf-hopper or cicadelle, Arist.HA532b17; fem. pl. tettigoniae, Plin.HN11.92; prob. everywhere f.l. for τιτιγόνιον (q.v.).

Greek (Liddell-Scott)

τεττῑγόνιον: τό, μικρότερον εἶδος τέττιγος, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 7, 13, πρβλ. Meineke εἰς Κωμικ. Ἀποσπ. 2. 887.

Greek Monolingual

τὸ, Α
είδος μικρού τέττιγος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τέττιξ, -ιγος «τζιτζίκι» + υποκορ. κατάλ. -όνιον κατά τα ἀηδόνιον, χελιδόνιον.

Russian (Dvoretsky)

τεττιγόνιον: τό теттигоний (мелкая разновидность цикад) Arst.