τέττιξ

From LSJ

τὸ γὰρ ἐμφυὲς οὔτ' αἴθων ἀλώπηξ οὔτ' ἐρίβρομοι λέοντες διαλλάξαιντο ἦθος → the red fox and the roaring lion cannot change the nature born in them

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τέττιξ Medium diacritics: τέττιξ Low diacritics: τέττιξ Capitals: ΤΕΤΤΙΞ
Transliteration A: téttix Transliteration B: tettix Transliteration C: tettiks Beta Code: te/ttic

English (LSJ)

τέττῑγος (but τέττῑκος Ar. and Theoc. acc. to Hdn.Gr. ap. Choerob. in Theod.1.292 H.), ὁ,
A tettix, cicada, cicala, Cicada plebeia or allied species, a winged insect fond of basking on trees, when the male makes a chirping or clicking noise by means of certain drums or 'tymbals' underneath the wings, whence the joke in Xenarch.14, εἶτ'.. οἱ τέττιγες οὐκ εὐδαίμονες, ὧν ταῖς γυναιξὶν οὐδ' ὁτιοῦν φωνῆς ἔνι; prov., τέττιγος ἐδράξω πτεροῦ Archil.143 (v. συλλαμβάνω II.1). This noise is freq. used as a simile for sweet sounds, Il.3.151, Hes.Op.582, Sc.393, Simon.173, 174, etc.; and Plato calls them οἱ Μουσῶν προφῆται, Phdr.262d; but they also became a prov. for garrulity, λαλεῖν τέττιξ Aristopho10.7: τ. πολλοὶ γινόμενοι νοσῶδες τὸ ἔτος σημαίνουσι Thphr. Sign.54. They were thought to sing continually without food or drink, Ar.Nu. 1360, Pl.Phdr.259c; or on a diet of air and dew, Arist.HA532b13, Theoc.4.16, AP6.120 (Leon.), Anacreont.32, Plu.2.660f. The Greeks ate τέττιγες to whet the appetite, Ath.4.133b, cf. Ar.Frr.51, 569.4, Alex.162.13 (anap.), Anaxandr.41.59 (anap., unless here the τέττιξ ἐνάλιος is meant, v. infr. ΙΙ); and as a medical remedy, Dsc. 2.51, Orib.Fr.64.
2 gold ornament worn in the hair (cf. χρύσειαι δὲ κόρυμβαι ἐπ' αὐτῶν τέττιγες ὥς Asius Fr.Ep.13.5), especially in early Attica, Th.1.6, Heraclid.Pont. ap. Ath.12.512c; ἀρχαῖα.. καὶ τεττίγων ἀνάμεστα, i.e. full of old-fashioned notions, Ar.Nu.984 (anap.), v. Sch.(980) and cf. τεττιγοφόρας; γυνὴ.. ἔχει τ. ἐπιχρύσους, in a list of votive offerings at Samos, Michel832.51 (iv B.C.).
3 Com. name for a foreign cook, Ath.14.659a, Hsch., cf. Poll.4.148,150.
4 ἀκάνθιος τέττιξ, prov. of a silent person, Zen.1.51, St.Byz. s.v. ἄκανθος, Ἄκανθος.
II τέττιξ ἐνάλιος = a kind of lobster, slipper lobster, Arctos ursus, Ael.NA13.26.
III part of the ear, τοῦ λοβοῦ τὸ περὶ τῇ κυψέλῃ Poll.2.86.

German (Pape)

[Seite 1100] ιγος, ὁ, 1) die Cicade od. Baumgrille, ein geflügeltes, auf einzeln stehenden sonnigen Bäumen u. Gebüschen lebendes Insekt, dessen Männchen in der heißesten Jahreszeit durch Reiben der untern Flügelblättchen am Brustschilde ein helles Geschwirr hervorbringt, welches die Alten seiner Lieblichkeit wegen vielfach priesen u. es zum Gleichniß für die anmutigste menschliche Stimme brauchten; Il. 3, 151; Hes. O. 584 Sc. 393, vgl. Voß Virg. Ecl. 5, 77, dah. heißen sie οἱ τῶν Μουσῶν προφῆται, Plat. Phaedr. 262 ό. Man hielt sie, wie noch jetzt in Spanien, in Binsenkäsigen, u. fütterte sie mit γήτειον; Mel. 112 (VII, 195); Theocr. 1, 52. – 2) bei den ältesten Athenern vor Solon eine Haarnadel mit einer goldenen Cicade als Knopf, Stammesabzeichen u. Sinnbild ihrer Autochthonenschaft, s. τεττιγοφόρος. – 3) τέττιξ ἐνάλιος, ein Meerkrebs, Ael. H. A. 13, 26.

French (Bailly abrégé)

ιγος (ὁ) :
1 cigale, insecte ; p. anal. cigale d'or, que les riches Athéniens se piquaient dans les cheveux (la cigale étant le symbole de leur autochthonie);
2 τέττιξ ἐνάλιος = cigale de mer, sorte de homard, poisson.
Étymologie: DELG onomatopée.
Par. μέμβραξ, κερκώπη, ἀκανθίας ; βάβαξ, λακέτας, ἠχέτης.

Russian (Dvoretsky)

τέττιξ: ῑγος ὁ
1 цикада Hom., Hes., Anacr., Plat., Arst., Theocr.;
2 булавка для волос с изображением цикады (которой афиняне древнейших эпох скалывали себе волосы): τεττίγων ἀνάμεστα ирон. Arph. переполненное цикадами, т. е. нечто чрезвычайно старое, седая старина.

Wikipedia EN

Annual cicada, Neotibicen linnei
Annual cicada, Neotibicen linnei
Τέττιξ ἐνάλιος - Slipper lobster - Scyllarides latus
Τέττιξ ἐνάλιος - Slipper lobster - Scyllarides latus

The cicadas (/sɪˈkɑːdə/ or /sɪˈkeɪdə/) are a superfamily, the Cicadoidea, of insects in the order Hemiptera (true bugs). They are in the suborder Auchenorrhyncha, along with smaller jumping bugs such as leafhoppers and froghoppers. The superfamily is divided into two families, Tettigarctidae, with two species in Australia, and Cicadidae, with more than 3,000 species described from around the world; many species remain undescribed.

Greek (Liddell-Scott)

τέττιξ: ῑγος, ὁ, ὡς καὶ νῦν, κοινῶς «τζίντζιρας» ἢ «τζίτζικας», Λατ. cicada, πτερωτὸν ἔντομον διατρῖβον ἐπὶ δένδρων ἢ θάμνων κατὰ τὴν καυστικωτάτην ὥραν τοῦ ἔτους, ὁ δὲ ἄρρην ἐκπέμπει ὀξὺ τερέτισμα πλήττων τὴν κατωτέραν μεμβρᾶναν τοῦ πτερυγίου ἐπὶ τοῦ θώρακος· ἐντεῦθεν ἡ παιδιὰ παρὰ Ξενάρχῳ ἐν «Ὕμνῳ» 1, εἶτ’... οἱ τέττιγες οὐκ εὐδαίμονες, ὧν ταῖς γυναιξὶν οὐδ’ ὁτιοῦν φωνῆς ἔνι; - παροιμ., τέττιγα πτεροῦ εἴληφας, καθότιτέττιξ φύσει λάλος ὢν ὅταν συλληφθῇ ἐκ τοῦ πτεροῦ γίνεται λαλίστερος, Ἀρχίλ. (132) παρὰ Λουκ. ἐν Ψευδολ. 1. Τὸ ὀξὺ τοῦτο τερέτισμα τοσοῦτον ἤρεσκεν εἰς τοὺς παλαιούς, ὥστε παρέβαλον πρὸς αὐτὸ τοὺς ἡδεῖς ἤχους, οἷον Ἰλ. Γ. 151, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 580, Ἀσπ. Ἡρ. 393, Σιμωνίδ. 167, 174, κλπ.· καὶ ὁ Πλάτ. ὀνομάζει τοὺς τέττιγας Μουσῶν προφήτας, Φαῖδρ. 262D, πρβλ. Voss. εἰς Οὐεργιλ. Ἐκλογ. 5. 77· ἀλλ’ ἐξ αὐτῶν ἐσχηματίσθησαν καὶ παροιμίαι ἐπὶ λάλου ἀνθρώπου, πνῖγος ὑπομεῖναι καὶ μεσημβρίας λαλεῖν τέττιξ, Ἀντιφῶν ἐν «Πυθαγοριστῇ» 1. 6. Διετήρουν δὲ αὐτούς, ὡς καὶ νῦν ἔτι ἐν Ἱσπανίᾳ, ἐντὸς κλωβῶν ἐκ βούρλων, Θεόκρ. 4. 16, καὶ ἔτρεφον αὐτοὺς μὲ γήτειον, ὁ αὐτ. 1. 52, πρβλ. Ἀνθ. Π. 7. 195. - Οἱ Ἕλληνες ἔτρωγον τὰ ἔμβρυα ἢ σκώληκας αὐτῶν, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 30, 5· ὡς καὶ τοὺς τέττιγας αὐτοὺς ὡς ὀρεκτικά, Ἀθήν. 133Β, πρβλ. Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 146., 476. 4, Ἄλεξ. ἐν «Ὀλυνθίῳ» 1. 13, Ἀναξανδρίδην ἐν «Πρωτεσιλάῳ» 1. 59 (ἂν μὴ ἐνταῦθα ἐννοεῖται τὸ μαλακόστρατον τέττιξ (ἀστακός), ἴδε κατωτ. ΙΙ)· - τὸ μεγαλείτερον εἶδος τῶν τεττίγων ἐκαλοῦντο ἀχέται (Δωρικ. ἀντὶ ἠχέται), τὸ δὲ μικρότερον τεττιγόνια Ἀριστ. ἔνθ’ ἀνωτ. 2) χρύσεος τ., χρυσοῦς, οἷον ἐφόρουν οἱ Ἀθηναῖοι πρὸ τῶν χρόνων τοῦ Σόλωνος, ὡς σύμβολον ὅτι ἦσαν αὐτόχθονες (διότι οὕτως ἐνόμιζον ὅτι ἐγεννῶντο οἱ τέττιγες, ἐκ τῆς γῆς)· πιθανῶς ἦτο καρφὶς ἢ περόνη ἔχουσα ὡς κεφαλὴν τέττιγα ἐκ χρυσοῦ, δι’ ἧς ἐστερέωνον τὸν κρωβύλον, ὅστις ἦν κόμβος ἐκ πεπλεγμένων τριχῶν τῆς κόμης ἐπὶ τῆς κορυφῆς, Θουκ. 1. 6· ἀρχαῖα... καὶ τεττίγων ἀνάμεστα, δηλ. πλήρη ἀρχαίων μύθων καὶ ἰδεῶν, Ἀριστοφ. Νεφ. 984· ἴδε Σχόλ. καὶ πρβλ. τεττιγοφόρας· ὥσπερ τέττιγας ἑστιῶντα, ὡς νὰ ἐφίλευε τέττιγας, αὐτόθι 1360. 3) κωμικὸν ὄνομα ξένου μαγείρου, ἐκάλουν δ’ οἱ παλαιοὶ τὸν μὲν πολιτικὸν μάγειρον μαίσωνα τὸν δ’ ἐκτόπιον τέττιγα Ἀθήν. 659Α. - Καθ’ Ἡσύχ.: «τέττιξ... παρὰ τοῖς Ἀττικοῖς οἱ τῶν μαγείρων ὑπηρέται ξένοι, οἱ δὲ ἐντόπιοι μαίσωνες», πρβλ. Πολυδ. Δ΄, 148, 150. ΙΙ. τέττιξ ἐνάλιος, ἀστακός, Αἰλ. π. Ζ. 13. 26.

English (Autenrieth)

ῖγος: tettix or cicada, an insect whose note was greatly liked by the ancients, Il. 3.151†.

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ
λόγια, σήμερα, ονομασία του τζιτζικιού
αρχ.
1. χρυσό κόσμημα τών μαλλιών, καρφίδα ή περόνη, το οποίο είχε ως κεφαλή τέττιγα από χρυσό και το οποίο φορούσαν αρχικά οι πριν από τον Σόλωνα Αθηναίοι ως ένδειξη ότι ήταν αυτόχθονες και αργότερα οι ευγενείς Αθηναίοι, ιδίως οι έφηβοι
2. μέρος του αφτιού
3. κωμική ονομασία που έδιναν στους ξένους μαγείρους
4. φρ. «τέττιξ ἐνάλιος» — είδος αστακού
5. παροιμ. α) «τέττιγα πτεροῦ εἴληφας» — λεγόταν για λάλο άνθρωπο
β) «ἀκάνθιος τέττιξ» — λεγόταν για σιωπηλό πρόσωπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ονοματοποιημένη λ. που εμφανίζει επίθημα -ιξ (πρβλ. μάστιξ, πέρδιξ). Κατά μία άποψη, ο τ. έχει σχηματιστεί από θ. τιτιγ- ενός αμάρτυρου τ. τιτιγ-ών (πρβλ. τιτιγόνιον), μέσω ενός τ. τίττιξ με εκφραστικό διπλασιασμό του -τ- και ανομοιωτική τροπή του -ι- σε -ε-].

Greek Monotonic

τέττιξ: -ῑγος, ὁ,
1. είδος ακρίδας, τζίτζικας, Λατ. cicada, έντομο που χαίρεται να απολαμβάνει τη ζέστη στους θάμνους, ο δε αρσενικός εκπέμπει οξύ τερέτισμα χτυπώντας την κατώτερη μεμβράνη του πτερυγίου του στον θώρακα, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.
2. χρύσεος τέττιγος, χρυσός τζίτζικας, που τον φορούσαν οι Αθηναίοι πριν τα χρόνια του Σόλωνα, ως σύμβολο του ισχυρισμού τους ότι είναι αὐτόχθονες (αυτή ήταν η υποτιθέμενη προέλευση του εντόμου), σε Αριστοφ., Θουκ.

Middle Liddell

τέττιξ, ῑγος,
1. a kind of grasshopper, the cicala, Lat. cicada, an insect fond of basking on bushes, when the male makes a chirping noise by striking the wing against the breast, Il., etc.
2. χρύσεος τ. a golden cicada, worn by the Athenians before Solon.'s time, as an emblem of their claim to being αὐτόχθονες (for such was the supposed origin of the insect), Ar., Thuc.

Frisk Etymology German

τέττιξ: -ιγος (-ικος Hdn. Gr.)
{téttiks}
Grammar: m.
Meaning: Baumgrille, Zikade (seit Il.); übertragen von einer Haarnadel in Gestalt einer Zikade (att.).
Composita: Als Vorderglied u.a. in τεττιγομήτρα f. die unterirdische Larve der Zikade (Arist.; Strömberg Wortstud. 23).
Derivative: Davon τεττίγιον H. s. κερκώπη, auch als N. einer Münze (Delos IlIa); -όνιον n. Bez. einer kleinen stummen Zikade (Arist.. Plm.. vgl. τιτιγόνιον und zu τρίζω; Suffix nach ἀηδ-, χελιδόνιον); -ότης f. der Zustand einer Zikade (Arist.-Komm.), -ώδης zikadenähnlich (Luk.).
Etymology: Onomatopoetisch; vgl. τιτίζω s. τιτιγόνιον und Gil Fernández Nombres de insectos 130 f., 190.
Page 2,886

Mantoulidis Etymological

-ιγος, ὁ (=τζίτζικας). Ἠχοποιημένη λέξη.

Translations

Ainu: ヤキ; Albanian: gjinkallë; Arabic: زِيز‎, زيزيات; Armenian: կնճիթավոր ճպուռ, ցիկադա; Old Armenian: ճպուռն; Belarusian: цыка́да; Bengali: উচ্চিংড়ে; Bulgarian: цикада, жътвар; Burmese: ပုစဉ်းရင်ကွဲ; Catalan: cigala; Chepang: लीर्‌; Cherokee: ᎶᎶ; Chinese Mandarin: 蟬, 蝉, 知了; Czech: cikáda; Danish: cikade; Dutch: cicade; English: cicada; Esperanto: cikado; Estonian: tirt, tsikaad; Finnish: laulukaskas; French: cigale; Galician: carricanta, carriola, relo, cantaruxa, albariña; German: Zikade; Greek: τζιτζίκι, τζίτζικας, τσίτσικας, τζίτζιρας, τζίντζιρας; Cypriot Greek: ζίζιρος, κάκαρος; Ancient Greek: τέττιξ, κερκώπη, μέμβραξ, τιτιγόνιον, τεττιγόνιον, ἠχέτης, βόμβυλος, ἀκανθίας; Hindi: शलभ, सिकाडा, झींगुर, झीँगुर; Hungarian: kabóca; Ilocano: andidit; Indonesian: tonggeret; Italian: cicala; Japanese: 蝉, セミ; Javanese: tonggèrèt; Khmer: រៃ; Korean: 매미, 쓰르라미; Lao: ຈັກຈັ່ນ; Latin: cicāda; Latvian: cikāde; Lithuanian: cikada; Macedonian: цикада; Malagasy: jorery; Malay: reriang; Malayalam: ചീവീട്; Manchu: ᠪᡳᠶᠠᠩᠰᡳᡴᡡ; Maori: tātarakihi; Mirandese: checharra; Navajo: wóóneeshchʼįįdii; Norwegian Bokmål: sikade; Persian: زنجره‎; Punjabi: ਬੀਂਡਾ; Polish: cykada; Portuguese: cigarra; Romanian: cicadă, cicoare; Russian: цикада; Serbo-Croatian Cyrillic: цврчак, цикада; Roman: cvrčak, cikada; Slovak: cikáda; Slovene: škržat; Spanish: chicharra, cigarra, coyuyo; Swedish: cikada; Tagalog: kulilis, kuliglig; Thai: จักจั่น; Ukrainian: цика́да; Vietnamese: ve sầu; Volapük: zikad; Zhuang: bid; fa: زنجره‌واران; ilo: andidit; ja: セミ; lv: cikāžu virsdzimta; ml: ചീവീട്; sw: nyenje-miti; zh_yue: 沙蟬