τηθία

Revision as of 12:50, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ἡ, A = τήθη, old woman, Eust.971.43.

German (Pape)

[Seite 1105] ἡ, = τηθίς, übh. ehrendes Anredewort an alte Frauen, VLL.

Greek (Liddell-Scott)

τηθία: ἡ, = τήθητηθίς, Εὐστ. 971. 43.

Greek Monolingual

ἡ, ΜΑ τήθη
1. η τήθη, η γιαγιά
2. τιμητική προσφώνηση σε ηλικιωμένες γυναίκες.