τελεστός

Revision as of 12:50, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ή, όν, A fulfilled, ἐπὶ τελεστῶν ἀγαθῶν dub. in IG22.4548.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α
αυτός που μπορεί να εκπληρωθεί, να πραγματοποιηθεί («ἐπὶ τελεστῶν ἀγαθῶν», επιγρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. μαρτυρείται στα σύνθ. ἀτέλεσ-τος, ὀψιτέλεσ-τος. Η μαρτυρία του απλού τελεσ-τός είναι αμφίβολη].