τιμαρχία

Revision as of 12:55, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ἡ, A = τιμοκρατία, Pl.R.545b, 550d. II = τιμητεία, Lat. censoria potestas, D.C.52.21.

German (Pape)

[Seite 1114] ἡ, = τιμοκρατία, Plat. Rep. VIII, 545 b. – Sp. die Würde des römischen Censors, D. Cass. 52, 21.

Greek (Liddell-Scott)

τῑμαρχία: ἡ, = τιμοκρατία, καὶ νῦν οὕτω πρῶτον μὲν φιλότιμον σκεπτέον πολιτείαν· ὄνομα γὰρ οὐκ ἔχω λεγόμενον· ἢ τιμοκρατίαν ἢ τιμαρχίαν αὐτὴν κλητέον Πλάτ. Πολ. 545Β, 550D. ΙΙ. = τιμητεία, Δίων Κ. 52. 21.

Greek Monolingual

ἡ, Α·1. η τιμοκρατία
2. το αξίωμα του Ρωμαίου κήνσορα, η τιμητεία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τιμή + -αρχία (< -άρχης)].

Russian (Dvoretsky)

τῑμαρχία: ἡ Plat. = τιμοκρατία.