τλῆσις

Revision as of 13:05, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

εως, ἡ, A audacity, Hsch. τλησίφρων, ον, gen. ονος, (φρήν) = τλήθυμος, Id. (in Dor. form τλᾱσ-.).

German (Pape)

[Seite 1123] ἡ, 1) das Dulden, Ausstehen. – 2) das Unternehmen, Wagen; Hesych. τόλμα, θράσος.

Greek (Liddell-Scott)

τλῆσις: -εως, ἡ, (*τλάω), τόλμη, θάρρος, θράσος, «τλῆσις· τόλμα, θράσος» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

-ήσεως, ἡ, Α
(κατά τον Ησύχ.) «τλῆσις
τόλμα, θράσος».
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τλη- (βλ. λ. τλή-θυμος και τάλας) + κατάλ. -σις].