τρισεξώλης
English (LSJ)
ου, ὁ, A thrice-accursed, strengthd. for ἐξώλης, Eust.725.29.
Greek (Liddell-Scott)
τρισεξώλης: -ου, ὁ, τρὶς ἐξώλης, ὁ πάνυ ἐξώλης, ὁ τρισκατάρατος, Εὐστ. 725. 29.
Greek Monolingual
ὁ, Μ
τελείως διεφθαρμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επιτατ. τρισ-/τρι- + ἐξώλης «ηθικά διεφθαρμένος»].