ἐξώλης
Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz
English (LSJ)
ἐξώλες,
A utterly destroyed, ruined, ἐ. γίνεσθαι Hdt.7.9.β; ἐξώλεις καὶ προώλεις ποιεῖν τινας ἐν γῇ καὶ ἐν θαλάσσῃ D. 18.324, cf. 19.71; freq. in imprecations, ἐξώλης ἀπόλοιο = may you die badly Ar.Pax1072, Men.Sam.152; ἐξώλη αὐτὸν εἶναι καὶ γένος Lexap.And.1.98, cf.126; ἐξώλη γίνεσθαι καὶ αὐτὸν καὶ τοὺς ἐκείνου πάντας SIG167.15 (Mylasa, iv B. C.); ἐ. ἀπολοίμην καὶ προώλης D.19.172.
II metaph., of persons, pernicious, abominable, Αἰγύπτου γένος A.Supp.741; γέρων Eup.45; οὐδὲν πέφυκε ζῷον ἐξωλέστερον Ar.Pl.443, cf. Ec.1053, 1070, D.58.63, Antiph.159.12, etc.
German (Pape)
[Seite 891] ες (ὄλλυμι), 1) ganz zu Grunde gerichtet, ganz unglücklich, Her. 7, 9, 2; bes. bei feierlichen Eiden u. Verwünschungen, ἐξώλης ἀπολοίμην καὶ προώλης Dem. 19, 172; εὔχεσθαι αὑτὸν ἐξώλη ποιεῖν καὶ γένος καὶ οἰκίαν ibd. 71; τούτους ἐξώλεις καὶ προώλεις ἐν γῇ καὶ θαλάττῃ ποιήσατε 18, 324; vgl. Andoc. 1, 98; Din. 2, 16. – 2) verderblich; οὐδὲν ἐξωλέστερον Ar. Plut. 443 Dem. 58, 63, welche beide Stellen freilich auch verderbt sein können. – Von sittlicher Verworfenheit, Luc. Nigr. 23, u. öfter Sp.; vgl. auch Aesch. Suppl. 741.
French (Bailly abrégé)
ης, ες:
1 ruiné de fond en comble, anéanti;
2 pernicieux, funeste;
Cp. ἐξωλέστερος.
Étymologie: ἐξόλλυμι.
Russian (Dvoretsky)
ἐξώλης:
1 окончательно погибший, полностью уничтоженный: ἐ. γενέσθαι Her. погибать; ἐξώλεις καὶ προώλεις ποιεῖν τινας Dem. окончательно уничтожить кого-л.; ἐ. ἀπόλοιο! Arph. пропади ты пропадом!;
2 гибельный, пагубный, вредный, опасный (Αἰγύπτου γένος Aesch.; ἐξωλέστατος τύραννος Plut.): τοῦτο ἐκείνου τὸ κακὸν ἐξωλέστερον Arph. это страшилище пострашнее того.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξώλης: -ες, (ἐξόλλυμι) ὁ ἐντελῶς καταστραφείς, ὁ ὑποστὰς παντελῆ ὄλεθρον, ἐξώλεες γὰρ δή γίνονται, παντελῶς καταστρέφονται, Ἡρόδ. 7. 9, 2· ἐξώλεις καὶ προώλεις ποιεῖν τινας ἐν γῇ καὶ ἐν θαλάσσῃ Δημ. 332. 22· συχν. ἐπὶ καταρῶν, ἐξ. ἀπόλοιο Ἀριστοφ. Εἰρ. 1072· ἐξώλη αὐτὸν εἶναι καὶ γένος Νόμ. παρ’ Ἀνδοκ. 13. 22, πρβλ. 63. 1· ἐξώλη γενέσθαι καὶ αὐτὸν καὶ τοὺς ἐκείνου πάντας Συλλ. Ἐπιγρ. 2691d. 14· ἐξώλης ἀπολοίμην καὶ προώλης Δημ. 395. 7, πρβλ. 363. 23· ἴδε τὴν λέξιν ἐξώλεια. ΙΙ. μεταφ., ἐπὶ προσ., ὀλέθριος, βδελυρός, Λατ. perditus, ἐξῶλές ἐστι μάργον Αἰγύπτου γένος Αἰσχύλ. Ἱκ. 741· ἆρα σφόδρ’ ἐνεούρησεν ἐξώλης γέρων Εὔπολις ἐν «Αὐτολύκῳ» 12· ἧς (τῆς πενίας) οὐδαμοῦ οὐδὲν πέφυκε ζῷον ἐξωλέστερον Ἀριστοφ. Πλ. 443, πρβλ. Ἐκκλ. 1053, 1070, Δημ. 1342. 7, Ἀντιφάνης ἐν «Μισοπονήρῳ» 1. 12, κλ.
Greek Monolingual
ο, η (AM ἐξώλης, -ες)
1. ο τελείως διεφθαρμένος ηθικά
2. φρ. «ἐξώλης καὶ προώλης» — τελείως διεφθαρμένος ευθύς εξαρχής
αρχ.
ο τελείως κατεστραμμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. με α' συνθετικό την πρόθεση εξ- και β' την εκτεταμένη βαθμίδα (ωλ-) του ρ. όλλυμι].
Greek Monotonic
ἐξώλης: -ες (ἐξόλλυμι), αυτός που έχει καταστραφεί εντελώς, σε Ηρόδ., Δημ.· λέγεται σε κατάρες, ἐξ. απόλοιο, σε Αριστοφ.· πρβλ. προώλης.
Middle Liddell
ἐξώλης, ες ἐξόλλυμι
utterly destroyed, Hdt., Dem.: in imprecations, ἐξ. ἀπόλοιο Ar.; cf. προώλης.
English (Woodhouse)
abominable, base, destroyed utterly, utterly ruined
Mantoulidis Etymological
(=ὀλέθριος, διεφθαρμένος). Ἀπό τό ἐξόλωλα τοῦ ἐξόλλυμι (=καταστρέφω). Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό ρῆμα ὄλλυμι.