τροχαστικός

Revision as of 13:25, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ή, όν, later Greek for Att. θρεκτικός (Moer.p.187 P.), ἡ τ. ἕξις or A δύναμις Arr.Epict.2.18.1.

Greek (Liddell-Scott)

τροχαστικός: -ή, -όν, Ἑλληνικῶς· Ἀττικῶς δὲ θρεκτικὸς (Μοῖρ. 187), ἡ τρ. ἕξιςδύναμις, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 2. 18, 1.

Greek Monolingual

-ή, -ό / τροχαστικός, -ή, -όν, ΜΑ τροχάζω
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ταχύ βηματισμό.